ἐξάρχου

ἐξάρχου
ἔξαρχος
leader
masc/fem gen sg
ἐξά̱ρχου , ἐξάρχω
begin
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
ἐξάρχω
begin
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
ἐξάρχω
begin
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαρχία — η (Μ ἐξαρχία) [έξαρχος] 1. εκκλ. εξαρχάτο*, περιφέρεια όπου εδρεύει έξαρχος 2. η διοικητική έκταση τής δικαιοδοσίας τού εξάρχου 3. η αρχή και το αξίωμα τού εξάρχου 4. η χρονική περίοδος τής διοικήσεως του νεοελλ. «η βουλγαρική εξαρχία» η… …   Dictionary of Greek

  • Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) …   Deutsch Wikipedia

  • Minuscule 102 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 102 Text Acts, Pauline epistles Date 1444 Script Greek …   Wikipedia

  • Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν)  исторический регион включавший в себя западные области …   Википедия

  • Монастырь Святого Николая Анапавсаса — православный храм Монастырь Святого Николая Анапавсаса греч. Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά …   Википедия

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • περιοδευτής — ὁ, ΜΑ [περιοδεύω] 1. αυτός που περιοδεύει, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, περιηγητής 2. γιατρός που περιοδεύει από πόλη σε πόλη για να εξετάζει ασθενείς ή να διδάσκει την ιατρική 3. εκκλ. α) ο κήρυκας τού Ευαγγελίου β) (στο παρελθόν) εκπρόσωπος… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • Αταλάντης, δήμος — Δήμος (10.367 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Εξάρχου, Καλαποδίου, Κυπαρισσίου, Κυρτώνης (Κολάκας), Μεγαπλάτανου και Τραγάνας, οι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”